Η υποχρεωτική φοίτηση δημιουργεί μία σειρά σοβαρών προβλημάτων σχετικά με τους στόχους της ζωής γι ‘αυτούς που δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στις σχολικές απαιτήσεις. Για τους καλούς μαθητές το σχολείο είναι ένα είδος γέφυρας μεταξύ του κόσμου του παιδιού και αυτού των ενηλίκων. Για τα παιδιά με δυσκολίες μάθησης, που δεν μπορούν ή δε θέλουν να μάθουν γράμματα, το σχολείο είναι ο τόπος όπου πιθανά ξεκινά η πάλη εναντίον της κοινωνίας.

Πολλές μπορεί να είναι οι δικαιολογίες που μπορεί να προβάλλει ο έφηβος στην απόφασή του να σταματήσει το σχολείο. Μπορεί να μην αποδίδει στα μαθήματα, να έχει κακή σχέση με τους καθηγητές ή τους συμμαθητές του, να βαριέται, να μην ενδιαφέρεται για τη γνώση, να θέλει να εργαστεί για να αυτονομηθεί οικονομικά, να πάει κόντρα στους γονείς του, γιατί βιώνει καταθλιπτικά συμπτώματα κ.ά. Σε μία τέτοια ανακοίνωση του παιδιού οι περισσότεροι γονείς φαίνεται να τρομοκρατούνται και δεν ξέρουν πώς να το αντιμετωπίσουν. Η αντιμετώπιση εξαρτάται από το λόγο που ο έφηβος θέλει να εγκαταλείψει το σχολείο. Αν υπολογίσει κανείς ότι το σχολείο είναι η μικρογραφία της κοινωνίας, ο έφηβός μας θέλει να παραιτηθεί από το κοινωνικό σύνολο για τους δικούς του λόγους. Σίγουρα είναι μία κατάσταση που θα πρέπει να «χτυπήσει καμπανάκι» στους γονείς διότι μπορεί να κρύβεται από πίσω μία απλή εξήγηση (π.χ. ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες) ή κάτι αρκετά σοβαρό που δεν έχει πέσει στην αντίληψή μας (σχολικός εκφοβισμός, κατάθλιψη κ.λ.π.)

Πολλοί έφηβοι στη διάρκεια του μαθήματος είναι διαρκώς αφηρημένοι ή επιδιώκουν με κάθε τρόπο να προκαλέσουν την προσοχή των καθηγητών τους και να διακόψουν το μάθημα με αποτέλεσμα να παρασύρουν και τους πιο ευσυνείδητους και συνεπείς μαθητές. Γενικά, οι συγκεκριμένοι έφηβοι αδιαφορούν για την επίδοση και τους βαθμούς τους, απουσιάζουν συχνά και αδικαιολόγητα από το σχολείο, συμμετέχουν ενεργά στις καταλήψεις που λαμβάνουν χώρα στο σχολικό χώρο και δείχνουν μια γενική απαξίωση για τη μάθηση και το μέλλον τους. Συνήθως πρόκειται για παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση που δεν θέτουν στόχους και δεν προσπαθούν να πετύχουν γιατί πιστεύουν πως δεν το αξίζουν. Τα παιδιά αυτά χρειάζονται ειδικό χειρισμό, προκειμένου να ενισχυθεί πρωτίστως η αυτοπεποίθησή τους και εν συνεχεία να κατορθώσουν να συνεργαστούν. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί καλό θα είναι να αποφεύγουν να ασκούν διαρκώς κριτική και να χρησιμοποιούν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως “τεμπέλης”, “άχρηστος”, “ανίκανος”, “ανεπρόκοπος”, “αλήτης” και άλλους παρόμοιους.

Τι θεωρείται ως σχολική άρνηση και τι ως σχολική φοβία;

Η σχολική άρνηση είναι ένας όρος ομπρέλα που συμπεριλαμβάνει πολλές και διάφορες συνιστώσες, και αφορά όλες εκείνες τις καταστάσεις όπου ένα παιδί ή έφηβος παύει ή εμποδίζεται για κάποιο λόγο να πάει σχολείο ή να παραμείνει σε αυτό μέχρι το τέλος των μαθημάτων. Μπορεί, δηλαδή, να αφορά από το καθαρό σκασιαρχείο μέχρι την αδυναμία του παιδιού να πάει στο σχολείο εξαιτίας κάποιας ακραίας μορφής άγχους, όπως είναι η σχολική φοβία. Ως όρος χρησιμοποιείται συνήθως ως συνώνυμο της σχολικής φοβίας ή για παιδιά και εφήβους με μακρόχρονη απουσία από το σχολείο και χωρίς προφανή πολλές φορές αιτία που να δικαιολογεί την απουσία αυτή.

Μιλάμε για ύπαρξη σχολικής άρνησης όταν:

Το παιδί απουσιάζει παντελώς από το σχολείο ή πηγαίνει σε αυτό αλλά κατόπιν επιστρέφει στο σπίτι. Φθάνει αργά στο σχολείο ή πηγαίνει αφού όμως πρώτα έχει κλάψει, έχει αρνηθεί να πάει και έχει προκαλέσει μεγάλη ένταση στο σπίτι. Επιδεικνύει συμπεριφορές που υποδηλούν ανησυχία και ένταση, κλαίει και προσπαθεί να πείσει τους γονείς να του επιτρέψουν να παραμείνει στο σπίτι. Η σχολική φοβία αφορά σε έναν τρόμο παιδιών, μικρότερης ηλικίας κυρίως, για το σχολείο που δεν έχει να κάνει με το σχολείο αυτό καθαυτό αλλά, συνήθως, με ένα τεράστιο άγχος να αποχωρισθούν τη μητέρα τους. Στην περίπτωση της σχολικής φοβίας και μέχρι τη στιγμή της εμφάνισης του προβλήματος, το παιδί νιώθει καλά, θέλει να πηγαίνει στο σχολείο και δεν έχει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία με τα μαθήματα. Συνήθως, πρόκειται για παιδιά που δείχνουν πως είναι καλά προσαρμοσμένα, με καλές σχέσεις με δασκάλους και φίλους και χωρίς μαθησιακές δυσκολίες.

Αυτό που συμβαίνει συχνά σε μια τέτοια περίπτωση είναι οι μεν γονείς να θεωρούν ως αιτία της σχολικής άρνησης του παιδιού τους την ύπαρξη προβλημάτων στο σχολείο, για τα οποία το προσωπικό αδιαφορεί ή δεν μπορεί να επιλύσει, το δε προσωπικό να πιστεύει ακριβώς το αντίθετο. Έτσι, εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί μια αμοιβαία καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ γονιών και εκπαιδευτικών που να περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα και να κάνει ακόμα δυσκολότερη την επίλυση του προβλήματος. Άλλες φορές, αυτό που συμβαίνει είναι να ακολουθεί ο γονιός το παιδί στο σχολείο και αυτό να μην τον αφήνει να φύγει. Αυτό έχει συχνά ως αποτέλεσμα την αναγκαστική παραμονή του γονιού στο σχολείο -ίσως και μέσα στην ίδια την τάξη- μέχρι το τέλος των μαθημάτων, κάτι που επιβαρύνει συναισθηματικά όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τον εκπαιδευτικό που θα πρέπει να έχει καθημερινά στην τάξη του ένα άλλο ενήλικο άτομο. Εξαιτίας αυτού, προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν, επίσης, και με την εργασία του γονιού. Παίρνοντας υπόψη την αποφασιστική συμβολή του σχολείου στην εξέλιξη παιδιών και εφήβων -όχι μόνο όσον αφορά στο γνωστικό κομμάτι  αλλά και όσον αφορά στην κοινωνικοποίηση και στην προετοιμασία τους για την είσοδό τους στον κόσμο των ενηλίκων-, η αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης του προβλήματος είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, η δε αναγκαιότητα μιας αποτελεσματικής και άμεσης αντιμετώπισής του ιδιαίτερα σημαντική.

Ορισμένες  χρήσιμες συμβουλές είναι οι ακόλουθες:

  • Διερεύνηση των αιτιών της σχολικής άρνησης του παιδιού

 

  • Καλή συνεργασία με την οικογένεια και στήριξή της

 

  • Προσαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος του παιδιού σύμφωνα με τις ανάγκες του και δημιουργία σταθερών ρουτινών

 

  • Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διασφάλιση μιας καλής, φιλικής, ενθαρρυντικής, στηρικτικής και με ενδιαφέρον προς το παιδί στάσης και αντιμετώπισής του από το εκπαιδευτικό προσωπικό

 

  • Τονίστε πως το σχολείο είναι υποχρεωτικός θεσμός, είναι η “δουλειά” του και οφείλει να το αντιμετωπίζει με τη δέουσα σοβαρότητα.

 

  • Εξηγήστε στο παιδί με ήρεμο τρόπο τις συνέπειες που μπορεί να έχει για το μέλλον του η εγκατάλειψη του σχολείου.

 

  • Δώστε έμφαση στις προοπτικές που μπορεί να προσφέρει το σχολείο για τη μετέπειτα εξέλιξή του.

 

  • Συζητήστε τι εναλλακτικές σας προτείνει και ακούστε το παιδί σας προσεκτικά.

 

  • Ενισχύστε, επιβραβεύστε κάθε προσπάθεια και κατανοήστε το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες χωρίς να το κρίνετε αρνητικά.

 

  • Μην πιέσετε το παιδί να ακολουθήσει τη δική σας επαγγελματική πορεία και να εκπληρώσει τις δικές σας φιλοδοξίες. Μην ξεχνάτε πως το παιδί σας έχει κάθε δικαίωμα να ακολουθήσει τα δικά του όνειρα και να θέσει τους προσωπικούς του στόχους.

 

  • Ζητήστε τη βοήθεια ψυχολόγου που θα βοηθήσει τον έφηβο μέσω του επαγγελματικού προσανατολισμού ή και εσάς στο πλαίσιο συμβουλευτικής για τη βελτίωση της επικοινωνίας σας με τον/την έφηβη.

Σχεδόν πάντα -τουλάχιστον στη χώρα μας- η σχολική άρνηση εξατομικεύεται, περιορίζεται στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού -που συχνά ενοχοποιείται- θεωρούμενη ως έκφραση της ελλιπούς κοινωνικής προσαρμογής του παιδιού/εφήβου, των διαφόρων ψυχοσυναισθηματικών δυσκολιών του και της ανεπάρκειας των γονιών του να το διαπαιδαγωγήσουν «σωστά». Αυτό είναι η μία όψη του νομίσματος ή μία οπτική ανάμεσα σε διάφορες άλλες.