Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό και η κοινωνικότητα προϋποθέτει ικανότητα επικοινωνίας. Ένα σημαντικό μέρος μιας καλής επικοινωνίας είναι ο δημιουργικός διάλογος, μέσα από τον οποίο επηρεάζουμε και επηρεαζόμαστε πολύπλευρα και που προϋποθέτει, με τη σειρά του, να μπορούμε να εκφραζόμαστε αβίαστα και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη των επιλογών, των αρχών, των συναισθημάτων και των αναγκών μας, χωρίς να στερούμε με οποιονδήποτε τρόπο από τον άλλον την ίδια δυνατότητα.
Όταν, όμως, πρόκειται για επικοινωνία ανάμεσα σε ενήλικες και παιδιά, σημαντικότερο όλων είναι να μπορεί ο ενήλικας να δει και να κατανοήσει το περιεχόμενο των όσων εκφράζει το παιδί μέσα από τη δική του οπτική που, συνήθως, διαφέρει κατά πολύ από αυτήν του ενήλικα.
Συνήθεις λόγοι ανεπαρκούς επικοινωνίας μεταξύ ενηλίκων και παιδιών
Οι ενήλικες θεωρούν συχνά -ίσως υποσυνείδητα- πως η συζήτηση με ένα παιδί δεν έχει νόημα ή πως το παιδί δεν την επιθυμεί ιδιαίτερα. Αυτό είναι παντελώς αναληθές. Αν το παιδί δείχνει κάτι τέτοιο, αυτό σημαίνει, κατά πάσα πιθανότητα, πως οι όποιες προηγούμενες προσπάθειές μας για συζήτηση ή διάλογο δεν έγιναν όταν και όπως έπρεπε και δεν έλαβαν υπόψη τις προϋποθέσεις και την οπτική του παιδιού. Αυτό που πολλοί γονείς θεωρούν ως «συζήτηση» ή «διάλογο» συνήθως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μονόλογος, κατηγορητήριο, υποδείξεις ή ατέλειωτες οδηγίες με ένταση, θυμό ή απειλές.
Πολλά παιδιά λένε περίπου τα εξής: «Γιατί κανείς δεν με ρωτά πως νιώθω αλλά μόνο αν διάβασα, τι ώρα θα γυρίσω σπίτι, με ποιους θα βγω ή που ξόδεψα το χαρτζιλίκι μου; Κανείς δεν καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά με εμένα; Δεν τους ενδιαφέρει αυτό;». Όταν ένα παιδί έχει -δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα- μια τέτοια αίσθηση, τότε συνήθως παραιτείται της προσπάθειας να μιλήσει -τουλάχιστον αν δεν ερωτηθεί- δεν τολμά, το βρίσκει πολύ δύσκολο ή/και μάταιο και πως ίσως να μην αξίζει καν τον κόπο.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως τα παιδιά αυτά έχουν κατ΄ανάγκη ψυχρούς και αδιάφορους γονείς αλλά, συνήθως, πως υπάρχει πρόβλημα στη μεταξύ τους επικοινωνία με αποτέλεσμα να μη βρίσκουν κοινό τόπο συνάντησης. Μία αιτία μπορεί να είναι η ανησυχία του ίδιου του γονιού που να τον οδηγεί στην αποφυγή ερωτήσεων ή συζήτησης με το παιδί που ίσως αποκάλυπταν πράγματα που δεν αντέχει να ακούσει. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας στάσης είναι συνήθως η δημιουργία μιας έντονης αίσθησης στο παιδί ή στον έφηβο πως είναι μόνο/-ος με τα προβλήματά του και πως οι γονείς του αδιαφορούν, δεν έχουν χρόνο ή δεν αντέχουν να ακούσουν τα όσα θα ήθελε να τους πει.
Μία άλλη πιθανή αιτία μπορεί να είναι το ότι πολλοί ενήλικες (γονείς, εκπαιδευτικοί κ.ά.) υποτιμούν, κατά κάποιον τρόπο, τα παιδιά ως ισότιμο συνομιλητή τους, θεωρώντας πως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα η όποια συζήτηση μαζί τους. Αυτό είναι μια απόλυτα λανθασμένη εκτίμηση ή προκατάληψη που αδικεί και τα δύο μέρη, στερώντας τους μια σημαντική ευκαιρία ουσιαστικής προσέγγισης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ορισμένες φορές, ενήλικες που δεν ανήκουν στο άμεσο περιβάλλον του παιδιού (π.χ. δάσκαλοι, καθηγητές κ.ά.) δεν τολμούν να μιλήσουν με ένα παιδί που φαίνεται πως αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, από διακριτικότητα μήπως το θίξουν ή μήπως παρέμβουν στον πολύ ευαίσθητο πυρήνα της προσωπικής του ζωής.
Κάτι τέτοιο, όμως, σπάνια ισχύει. Οι έρευνες δείχνουν πως τα περισσότερα παιδιά και οι έφηβοι νιώθουν την ανάγκη να μοιρασθούν τις αγωνίες τους με ενήλικες που είναι πρόθυμοι να ακούσουν με ευαισθησία και υπομονή. Έχουμε φθάσει σε σημείο -είτε από ανάγκη εξεύρεσης κάποιου άλλοθι για να αποφύγουμε την εμπλοκή μας σε μια δύσκολη κατάσταση είτε εξαιτίας υπερεκτίμησης του ρόλου των ειδικών- να υποτιμούμε τη σημασία του δικού μας ρόλου ως ενήλικα στη ζωή κάποιων παιδιών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και χρειάζονται βοήθεια . Αρκετές φορές, απλές ανθρώπινες συζητήσεις μαζί τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν πολύ.
Ένας άλλος συνήθης λόγος ανεπαρκούς επικοινωνίας και διαλόγου μεταξύ γονιών και παιδιών ή εφήβων είναι η έλλειψη χρόνου και στα δύο μέρη. Τα περισσότερα παιδιά έχουν μια πολύ κουραστική ημέρα με πολλές σχολικές και μη υποχρεώσεις και ασχολίες, όπως και οι περισσότεροι γονείς πλέον. Ο διάλογος προϋποθέτει χρόνο που, αν δεν υπάρχει, οφείλουμε να τον δημιουργούμε.