Ο θυρεοειδής είναι ένας εξέχουσας σημασίας ενδοκρινής αδένας, που κατά εντολή της υπόφυσης του εγκεφάλου εκκρίνει τις ορμόνες θυροξίνη (Τ4) και τριωδοθυρονίνη (Τ3), οι οποίες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη, την ωρίμανση και την εύρυθμη λειτουργία όλων των κυττάρων και των ιστών του οργανισμού. Ως εκ τούτου, η διαταραχή της λειτουργίας του μπορεί να επηρεάσει τόσο τη σωματική όσο και την εγκεφαλική – νοητική ωρίμανση του αναπτυσσόμενου οργανισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο συγγενής υποθυρεοειδισμός, λόγω αγενεσίας θυρεοειδούς, ο οποίος αν δε θεραπευτεί μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων εβδομάδων, οδηγεί σε αναπτυξιακές ανωμαλίες και μόνιμη νοητική υστέρηση (κρετινισμός). Δεδομένης της σπουδαιότητας των θυρεοειδικών ορμονών, σε συνδυασμό με την καθυστερημένη και συχνά άτυπη κλινική έκφραση, που μπορεί να έχει ακόμα και μία βαριά δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα στους πρώτους μήνες της ζωής (παρατεταμένος ίκτερος , βραχνό κλάμα, υπνηλία, δυσκοιλιότητα, δυσκολία στη σίτιση), οι περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, όπως και η χώρα μας, εφαρμόζουν πρόγραμμα μαζικού ελέγχου για το συγγενή υποθυρεοειδισμό στα νεογνά την 3η ημέρα ζωής, με στόχο την όσο το δυνατό ταχύτερη (εντός δεκαημέρου) έναρξη ορμονικής υποκατάστασης, με σκοπό την αποφυγή μόνιμης, εγκεφαλικής βλάβης.
Τα συμπτώματα της δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία εμφάνισης της διαταραχής. Στη νεογνική και την πρώιμη βρεφική ηλικία, τα συμπτώματα, που θα πρέπει να προβληματίσουν, είναι ο παρατεταμένος ίκτερος, η υποτονία, η μεγάλη πρόσθια πηγή και οι διαταραχές όρεξης/σίτισης. Αργότερα, στην όψιμη βρεφική, νηπιακή και σχολική ηλικία οφείλουμε να ελέγχουμε τη λειτουργία του θυρεοειδούς σε κάθε παιδί, με χαμηλό ρυθμό αύξησης, καθυστερημένη οστική ωρίμανση, καθυστέρηση ήβης, βρογχοκήλη, αίσθημα κόπωσης, μειωμένη όρεξη, έντονη δυσκοιλιότητα και μαθησιακές δυσκολίες. Όλα τα παραπάνω είναι συμπτώματα υπολειτουργίας του θυρεοειδούς (υποθυρεοειδισμός), που στα παιδιά , αλλά και στους ενήλικες, έχει ως συχνότερη αιτία την αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα Hashimoto (7% του γενικού πληθυσμού), η οποία μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και να διαλάθει για χρόνια της διάγνωσης, λόγω της πολύ αργής εγκατάστασης των συμπτωμάτων. Άλλη συχνή αιτία του υποθυρεοειδισμού στα παιδιά είναι το μικρότερο του φυσιολογικού μέγεθος του θυρεοειδούς αδένα (υποπλασία θυρεοειδούς), ο οποίος από ένα σημείο και μετά είναι ανεπαρκής για την παραγωγή ικανής ποσότητας θυρεοειδικών ορμονών.
Η συχνότητα του υπερθυρεοειδισμού στα παιδιά είναι σαφώς μικρότερη από αυτή του υποθυρεοειδισμού και προβάλλει με αυπνία, υπερκινητικότητα, ανησυχία, χαμηλή σχολική επίδοση, ταχυκαρδία, απώλεια βάρους, μυϊκή αδυναμία και διάρροια. Η συνηθέστερη αιτία είναι η νόσος Graves, που είναι και αυτή αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, στην οποία ο οργανισμός παράγει διεγερτικά για το θυρεοειδή αντισώματα.
Να σημειωθεί ότι τόσο ο υποθυρεοειδισμός όσο και ο υπερθυρεοειδισμός έχουν κληρονομική προδιάθεση. Για το λόγο αυτό, είναι κρίσιμης σημασίας ο παιδίατρος να γνωρίζει το οικογενειακό ιστορικό, ώστε, αν είναι θετικό για θυρεοειδική νόσο, να παρακολουθεί στενά (ανά έτος) το παιδί και τον έφηβο για εμφάνιση υπό ή υπερθυρεοειδισμού. Η έγκαιρη και σωστή αντιμετώπιση της όποιας δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς διασφαλίζει την ορθή, ψυχοσωματική και νοητική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου.
Πηγή: iatrikokentro