Τα προβλήματα λόγου που πιθανόν να έχει το παιδί σας μπορεί να οδηγήσουν σε μαθησιακές δυσκολίες. Με λίγη προσοχή μπορείτε να τα εντοπίσετε εγκαίρως και με τη βοήθεια των ειδικών να τα επιλύσετε.
Από την ηλικία των 18 μηνών έως τη μέρα που το παιδί θα πάει σχολείο, συντελείται ένα ολόκληρο θαύμα. Μαθαίνει αρχικά τους ήχους, μετά τις λέξεις και, τέλος, να φτιάχνει προτάσεις. Αν όμως δεν μάθει να μιλάει σωστά, όταν αργότερα πάει στο σχολείο θα δυσκολευτεί και να γράφει σωστά. Έχει αποδειχτεί ότι, πολλά από τα παιδιά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες στη σχολική ηλικία, είχαν προβλήματα λόγου στην προσχολική. Ευτυχώς, όμως, δεν συμβαίνει και το αντίστροφο: Δεν είναι κανόνας ότι όλα τα παιδιά που έχουν προβλήματα λόγου θα αποκτήσουν και προβλήματα μάθησης. Κι αυτό γιατί, όταν τα προβλήματα λόγου εντοπιστούν πολύ νωρίς, μπορούν να ξεπεραστούν σχετικά εύκολα με τη βοήθεια ενός ειδικού. Για να καταλάβει ένας γονιός ότι το παιδί του έχει κάποιο πρόβλημα μάθησης, θα πρέπει πρώτα αυτό να ενταχθεί στη μαθησιακή διαδικασία, δηλαδή να πάει για πρώτη φορά στο σχολείο. Ωστόσο, από πολύ νωρίς μπορεί να υπάρχουν ενδείξεις ότι το παιδί θα έχει δυσκολίες στα μαθήματα. Ήδη στην ηλικία των 2,5 ετών, η ακατάληπτη ή δυσκατάληπτη ομιλία είναι ένα σημάδι που πρέπει να προβληματίσει τους γονείς. Το φτωχό λεξιλόγιο και η δυσκολία να συντάξει σωστά προτάσεις δεν δηλώνει ότι το παιδί έχει χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, αλλά είναι σίγουρα αφορμή για προβληματισμό. Στο λόγο, όπως και σε όλους τους ψυχοβιολογικούς τομείς, κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό εξέλιξης. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να περπατήσει σε ηλικία 10 μηνών και ένα άλλο στους 16 μήνες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το πρώτο είναι πιο ώριμο ή πιο έξυπνο. Υπάρχουν όμως ορισμένα χρονικά όρια που, όταν ξεπεραστούν, οι γονείς πρέπει να ζητήσουν τη γνώμη ειδικού. Αν η ομιλία και ο λόγος ενός παιδιού υστερούν σημαντικά από το επίπεδο της ομιλίας και του λόγου των παιδιών της ηλικίας του, δεν πρέπει να πείτε: «δεν πειράζει, μικρό είναι, θα μιλήσει αργότερα».
Η πρώτη κατηγορία αφορά τη δυσκολία παραγωγής ήχων που, αν δεν επιλυθεί στο σχολείο, αργότερα μπορεί να γίνει πρόβλημα στο να γράψει το παιδί το αντίστοιχο γράμμα της αλφαβήτου. Αν, για παράδειγμα, το παιδί δεν μπορεί να αρθρώσει το γράμμα «Θ», δεν θα ξέρει πού αναφέρεται το σύμβολο το οποίο πρέπει να αποτυπώσει στο χαρτί και μπορεί να το συγχέει και γραπτά με τον ήχο που το αντικαθιστά, π.χ. «σ» («σέλω» αντί «θέλω»).
Η δεύτερη κατηγορία δυσκολιών λόγου αφορά το λεξιλόγιο και τη σημασιολογική ανάπτυξη. Όσο περισσότερες λέξεις ξέρει το παιδί, τόσο διευρύνεται η σκέψη του. Όμως, ακόμα κι αν ένα παιδί έχει ικανοποιητικό λεξιλόγιο, δεν σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται σωστά τη σημασία των λέξεων. Όταν είναι ακόμα μικρό, είναι πολύ δύσκολο για εσάς να καταλάβετε αν κατανοεί απολύτως αυτά που λέει. Όμως, καθώς μεγαλώνει, το παιδί συνειδητοποιεί περισσότερο τη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιεί. Αν έχει φτωχό λεξιλόγιο ή δυσκολία στην ανάκληση λέξεων, είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσκολία στη γραπτή έκφραση. Μια εξέταση από λογοπαιδικό μπορεί να διαγνώσει το πιθανό πρόβλημα.
Η τρίτη κατηγορία δυσκολιών έχει σχέση με τη γραμματική και τη σύνταξη. Αν το παιδί κάνει λάθη στη γραμματική ή στο σχηματισμό των προτάσεων, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχει δυσκολία στη γραπτή έκφραση. Για παράδειγμα, αν το παιδί δεν χρησιμοποιεί σωστά άρθρα, καταλήξεις ρημάτων, τον πληθυντικό των ουσιαστικών ή τις αντωνυμίες, θα πρέπει να παρέμβει ο λογοπαιδικός. Ομοίως, δυσκολίες στη δομή των προτάσεων με λάθη στη σειρά των όρων της πρότασης, με προτάσεις μικρού μήκους και χωρίς προσδιορισμούς αποτελούν στοιχεία που χρειάζονται άμεση παρέμβαση.
Επειδή η γρήγορη ανάπτυξη του παιδιού επαναπροσδιορίζει διαρκώς τους στόχους που θα πρέπει να «κατακτήσει», πρέπει να παρακολουθείτε καθημερινά την εξέλιξη των γλωσσικών δυνατοτήτων του ώστε να προλάβετε το πρόβλημα αμέσως μόλις προκύψει. Το απλούστερο μέτρο σύγκρισης είναι οι συνομήλικοί του. Αν αντιληφθείτε προβλήματα επικοινωνίας την ώρα που παίζει με άλλα παιδιά, αν δεν μπορεί να στείλει τα επιθυμητά μηνύματα με σαφήνεια, σημαίνει ότι ενδέχεται να έχει προβλήματα λόγου. Στη σύγκρισή του με άλλα παιδιά της ηλικίας του μπορεί να διαπιστωθεί αν καθυστερεί η πρόοδος σε όλους τους τομείς της γλωσσικής του ανάπτυξης. Βεβαίως, δεν χρειάζεται να είστε ειδικός για να αντιληφθείτε ότι κάτι δεν πάει καλά. Είναι ανησυχητικό το παιδί να μην «παράγει» ήχους που πρέπει στη συγκεκριμένη ηλικία. Για παράδειγμα, πρέπει να ανησυχείτε όταν:
Σε ηλικία 3 χρόνων η ομιλία του εξακολουθεί να είναι ακαταλαβίστικη, το λεξιλόγιό του περιορισμένο σε ουσιαστικά και λίγα ή καθόλου ρήματα, δεν χρησιμοποιεί άρθρα, επίθετα, επιρρήματα, προθέσεις, δεν έχει την έννοια του πληθυντικού και δεν σχηματίζει απλές προτάσεις π.χ. «θέλω να πιω γάλα».
Σε ηλικία 4 χρόνων οι προτάσεις του είναι μικρές και όχι σωστά οργανωμένες, π.χ. λέει «όχι κοιμηθώ», αντί «δεν θέλω να κοιμηθώ» ή «θέλω κούνιες πάω» αντί «θέλω να πάω στις κούνιες». Η ομιλία του δεν είναι πάντα κατανοητή και δεν μπορεί να διηγηθεί απλά και πρόσφατα γεγονότα.
Η καλή λεκτική επικοινωνία με τους άλλους είναι απαραίτητη για την ομαλή συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του παιδιού. Ωστόσο, λάβετε υπόψη ότι πολλά ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται με δυσκολίες στην ομιλία και στο λόγο. Τα παιδιά με δυσκολίες στην επικοινωνία, στο λόγο ή στην ομιλία δεν παρουσιάζουν απαραίτητα όλα τα παρακάτω. Όμως, αν παρατηρήσετε έστω και μία από τις ακόλουθες ενδείξεις θα πρέπει να επικοινωνήσετε με κάποιο λογοπαιδικό:
– Η φωνή του παιδιού είναι μονότονη, πολύ δυνατή ή πολύ σιγανή και αν η χροιά της δεν είναι ανάλογη με την ηλικία του.
– Δυσκολεύεται να αρχίσει μια φράση ή επαναλαμβάνει συλλαβές ή λέξεις. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να πρόκειται για τραυλισμό αν το παιδί έχει αυτή την εικόνα για περισσότερους από έξι μήνες.
– Ξαφνικά και απότομα σταματάει να μιλάει ή η ομιλία και ο λόγος του, αντί να βελτιώνονται, χειροτερεύουν.
– Δεν αντιδρά σε ήχους και δεν δείχνει σημεία επικοινωνίας με το περιβάλλον.
– Κάνει επαναλαμβανόμενες, μονότονες κινήσεις του σώματος, του κεφαλιού ή των άκρων.
– Έχει εμμονές ή ασχολείται με ιδιόρρυθμο τρόπο με τα αντικείμενα και τα παιχνίδια του.
– Δεν ανταποκρίνεται στις προσπάθειές σας να επικοινωνήσετε μαζί του, δεν κατανοεί πάντα αυτό που του λέτε ή δεν αντιδρά κατάλληλα στις οδηγίες που του δίνετε.
– Οι απαντήσεις του είναι αρκετές φορές άσχετες με τις ερωτήσεις που του κάνετε ή με τη συζήτησή σας.