Ο υποτιμητικός και περιφρονητικός τρόπος αντιμετώπισης της διαφορετικότητας των ανθρώπων είναι γνωστός από παλιά, σχεδόν ανήκει στην αιωνιότητα της ανθρώπινης ιστορίας.
Οι κοινωνίες πάντα συμπεριφέρονταν μειωτικά στους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους ψυχικά άρρωστους ακόμα και τους ξένους. Ας μη ξεχνάμε τον Καιάδα των Σπαρτιατών και ότι ακόμα και στην αρχαία Ελλάδα της Δημοκρατίας ήταν ισχυρή η ιδεολογία του « πάς μη Έλλην βάρβαρος» και φυσικά οι ξένοι, όχι μόνο δεν αμφισβητούσαν την άνιση μεταχείριση που τους είχε επιβληθεί, αλλά δέχονταν καρτερικά κάθε συνέπειά της, όπως ήταν η φτώχεια, η υποτίμηση και η στέρηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους.
Η προκατάληψη λοιπόν για τον διαφορετικό άνθρωπο έχει τις ρίζες της στο πολύ μακρινό παρελθόν. Από τότε υπήρχαν οι κοινωνικά αδύναμες ομάδες, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους την διαφορετική « ράτσα» Η λέξη προέρχεται από την αραβική ras και σημαίνει κεφάλι. Οι Άραβες, επειδή αποτελούνταν από πολλές φυλές και ζούσαν τον νομαδικό τρόπο ζωής είχαν καθιερώσει ένα όνομα για κάθε μια από αυτές. Κάθε μέλος έπρεπε να θυμάται την ονομασία της φυλής που ανήκε, «να την κρατά δηλαδή μέσα στο κεφάλι του» . Μόνο έτσι ένιωθε ξεχωριστός αυτός και η φυλή του, σε σχέση με τις υπόλοιπες. Από αυτή τη λέξη προήλθε ο ρατσισμός, δηλαδή ο αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση, με βάση τη φυλή, μικρών ομάδων από τα δικαιώματα και τα προνόμια, που απολαμβάνει η ευρύτερη κοινωνία.
Η ετερότητα, δηλαδή το να είναι κάποιος διαφορετικός από τους άλλους και να ανήκει σε αριθμητικά μικρότερες πληθυσμιακές ομάδες, δείχνει να είναι ένα από τα κυριότερα στοιχεία του κοινωνικού αποκλεισμού και του ρατσισμού. Η ετερότητα επιφυλάσσει σχεδόν αυτόματα μια θέση αδυναμίας, μία κατάσταση «ευπάθειας» του ατόμου στο κοινωνικό πεδίο. Ένα άτομο, γίνεται θύμα του κοινωνικού αποκλεισμού, επειδή μπορεί να ανήκει σε μια ομάδα με συγκεκριμένα και διαφορετικά χαρακτηριστικά, φυλετικά, κοινωνικά, οικονομικά, επαγγελματικά, ή επειδή πάσχει από οργανική, πνευματική ή ψυχική αρρώστια.
Σήμερα ο κοινωνικός αποκλεισμός, αν και είναι μια σχετικά πρόσφατη εννοιολογική κατασκευή, δεν περιγράφει τίποτε το καινούριο. Επινοήθηκε γύρω στο 1960, όταν το φαινόμενο της περιθωριοποίησης άρχισε να απασχολεί τους κοινωνικούς επιστήμονες και τους ευαίσθητους ανθρώπους απέναντι στην αδικία. Χρησιμοποιείται λανθασμένα με διπλή σημασία και σημαίνει:
1) Τον στιγματισμό, την περιθωριοποίηση και τη φτώχεια και
2) Τα κοινωνικά και νομοθετικά μέτρα, που στοχεύουν στην καταπολέμησή του. Γι’ αυτή τη δεύτερη σημασία του κοινωνικού αποκλεισμού θα ήταν καλύτερα να βρεθεί μια άλλη έννοια.
Την τελευταία 10ετία οι κοινωνικές και ψυχολογικές μελέτες, όπως και οι νομοθετικές παρεμβάσεις αποσκοπούν στο να εξαλείψουν τις αιτίες και τα αποτελέσματα του κοινωνικού αποκλεισμού και να αποκαταστήσουν χιλιάδες ανθρώπους, που αδικούνται κοινωνικά χωρίς κανένα λόγο. Χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν, εξαιτίας του αδικαιολόγητου στιγματισμού και καταλήγουν να επιβιώνουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής.
Πραγματικά, τα άτομα που βιώνουν τον αποκλεισμό δοκιμάζονται σκληρά, συναντούν συνεχώς εμπόδια στην άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων τους, όπως είναι η ελευθερία και η αυτοπραγμάτωση, μέσα στην κοινωνία που ζουν. Η παραβίαση των ατομικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων τους είναι γι’ αυτούς μια διαρκής τραυματική εμπειρία, που τους αναγκάζει να επιβιώνουν σε συνθήκες κυριολεκτικά ανεπίτρεπτης εξαθλίωσης.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός οδηγεί μοιραία στην φτώχεια κι αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί σκάνδαλο. Η φτώχεια δεν είναι η φυσική συνέπεια της διαφορετικότητας όπως π.χ μια σωματική αναπηρία μπορεί να οδηγεί σε κάποιες κινητικές ή άλλες οργανικές δυσλειτουργίες. Η φτώχεια είναι μια επιλογή, μια επικίνδυνη και συνειδητή συμπεριφορά της ομάδας πλειοψηφίας, μια πανούργα και πολυσύνθετη διαδικασία, που στοχεύει αποκλειστικά στην ενδυνάμωση των ισχυρών και πλειοψηφικών ομάδων, σε βάρος των ασθενέστερων και μικρότερων. Η σχέση αυτών των ισχυρών ομάδων με το θεσμοθετημένο σύστημα στηρίζεται στην πίεση που αυτές ασκούν για την απόκτηση όλο και περισσότερων προνομίων, σε βάρος των ευπαθών και αδύναμων ομάδων. Στις μέρες μας, η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολύπλοκη, δυναμική και πολυδιάστατη. Όλα αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς, η σταθερότητα που κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη, δεν υπάρχει.
Η κοινωνική θέση των ατόμων και των ευρύτερων ομάδων δείχνει να είναι επισφαλής. Οι σημερινοί καλά(;) αμειβόμενοι εργαζόμενοι αύριο μπορεί να είναι άνεργοι και μια τοπική πολεμική σύρραξη, μια κατάρρευση κάποιου καθεστώτος, μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη ομαδική μετακίνηση του πληθυσμού, δηλαδή σε εξωτερική μετανάστευση. Όπως δείχνουν τα πράγματα, ζούμε σε μια εποχή μειονοτήτων. Η παρουσία τους είναι αισθητή και έντονη όπως και η σύγκρουση με την ευρύτερη ομάδα του πληθυσμού. Η αναγνώριση και η αποδοχή της διαφοράς τους, σε συνθήκες ισότητας και ισονομίας, η άρνησή τους να απορριφθούν και η πρόθεσή τους να διατηρήσουν αυτή τη διαφορά είναι από τα πιο τα κυρίαρχα αιτήματά τους. Οι μειονότητες διεκδικούν από κοινού την θέση που τους ανήκει στο κοινωνικό πεδίο, δηλαδή μια καλύτερη μοίρα, το ευ ζην και την ποιότητα ζωής.
Πλέον, η αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού γίνεται πολύ πιο οργανωμένα και πιο αποτελεσματικά. Αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση των συγκρούσεων, που προβάλλουν στα διάφορα στάδια, είναι πιο επιτυχημένη και αυτό οφείλεται, σ ένα μεγάλο βαθμό, στην κινητοποίηση και τη στήριξη που προσφέρουν οι κρατικοί και κοινωνικοί φορείς, τα νομοθετικά πλαίσια και κάθε είδους πρωτοβουλία άλλων ομάδων.
Η στήριξη των κοινωνικών μειονοτήτων απέναντι στις κοινωνικές διακρίσεις , τον αυταρχισμό και τη βία είναι δείγμα ανθρωπισμού και πολιτισμού, που σήμερα φθίνει και τείνει να χαθεί παντελώς…Ας μην το ξεχνάμε αυτό.
Πηγή: lifo.gr