Όταν αναφερόμαστε στον όρο Νοητική αναπηρία ή Νοητική υστέρηση, εννοούμε τη δυσλειτουργία των νοητικών διεργασιών με αντίκτυπο στην καθημερινότητα του ατόμου. Ακριβέστερα, μιλάμε για μία σημαντικά χαμηλή γενική νοητική λειτουργία συγκριτικά με τον μέσο όρο, συνοδευόμενη από ανεπαρκή προσαρμοστική λειτουργικότητα. Αυτή, εκδηλώνεται μέσω αντιληπτικών, πρακτικών και κοινωνικών δεξιοτήτων (π.χ. αυτοεξυπηρέτηση) στη διάρκεια της ανάπτυξης (ορισμός AASR, 1983), ενώ η έναρξη της είναι πρώιμη και εντοπίζεται στην παιδική κυρίως ηλικία, από 0 έως τα 18 έτη (DSM-5). Οι ειδικοί αργότερα, επισήμαναν για την νοητική αναπηρία παράγοντες, όπως οι δυνατότητες των ατόμων, το περιβάλλον, καθώς και το λειτουργικό επίπεδο, που δύναται να επιτευχθεί σε αυτό (Luckasson και συνεργάτες, 1992).

Σε επίπεδο διάγνωσης, πρώτο λόγο έχει ο Δείκτης Νοημοσύνης με τιμές αναπηρίας να ενδείκνυνται, όσες δεν ξεπερνούν τους 70 πόντους. Μέσω του συγκεκριμένου κριτηρίου, προκύπτουν πέντε βασικές κατηγορίες. Αυτές είναι η Οριακή, η Ήπια, η Μέτρια, η Σοβαρή και η Βαριά.

1. Οριακή Νοητική υστέρηση

Η Οριακή νοητική υστέρηση ή οριακή νοημοσύνη δεν αποτελεί μορφή αναπηρίας, αλλά την αιτία των Μαθησιακών Δυσκολιών που όλοι γνωρίζουμε. Ο Δείκτης Ευφυΐας στην περίπτωση αυτή, φτάνει περίπου στους 70 με 80 πόντους, τοποθετώντας το παιδί στα χαμηλότερα φυσιολογικά επίπεδα νοημοσύνης. Πολλές φορές μάλιστα, λόγω των περιορισμένων ενδείξεων οι γονείς αδυνατούν, να αναγνωρίσουν την κατάσταση έως τα πρώτα σχολικά χρόνια. Ως γνωρίσματα φαίνονται οι χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, καθώς και η μειωμένη ικανότητα κατανόησης. Ωστόσο, το άτομο δεν αποκλείεται από την σχολική και κοινωνική ζωή, επιτρέποντας του ανεμπόδιστα την αναμενόμενη ανάπτυξη. Αυτό που χρήζει προσοχής, είναι η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη παρέμβαση. Χωρίς την απαραίτητη φροντίδα, ένα “βραδύνουν” παιδί δυσκολεύεται, να μεταβεί στην επόμενη τάξη, εμφανίζοντας ανασφάλεια και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Έτσι λοιπόν, η συνεργασία εκπαιδευτικού – παιδιού με ένα τμήμα ένταξης και η υποστήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον δημιουργούν την λύση στο πρόβλημα.

2. Ήπια Νοητική υστέρηση

Βασιζόμενοι στα τεστ ευφυΐας, τα όρια της ελαφριάς νοητικής αναπηρίας κινούνται μεταξύ των 50 βαθμών IQ έως την βάση της φυσιολογικής νοημοσύνης, ενώ η νοητική ηλικία των ατόμων είναι αντίστοιχη με 9 έως 12 έτη. Τα παιδία που ανήκουν στην κατηγορία αυτή, είναι ιδιαίτερα επικοινωνιακά και κοινωνικά έως τα 6 έτη. Η ήπια αναπηρία παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με την οριακή νοημοσύνη, αφού η φοίτηση γίνεται συνήθως σε γενικό σχολείο με παρουσία παράλληλης στήριξης. Πολλές φορές, επιλέγεται και η λύση του Ειδικού σχολείου για λήψη ακαδημαϊκής μόρφωσης και την εκμάθηση αυτοεξυπηρέτησης. Ο αργός ρυθμός εκμάθησης, η μειωμένη αντίληψη, η ελλιπής κατανόησης αφηρημένων εννοιών και συμβόλων και η δυσκολία που εμφανίζουν στην επίλυση προβλημάτων συνθέτουν τα προειδοποιητικά σημάδια. Ακόμα, η άτονη βραχύχρονη μνήμη και η αδυναμία σε ανώτερες λειτουργίες (π.χ. φαντασία) αποτελούν επίσης ενδείξεις. Το παζλ της συμπτωματολογίας συμπληρώνουν η δυσχέρεια λόγου, η χαμηλή αυτοαντίληψη και η αποτυχία σύναψης επιτυχημένων κοινωνικών συνδιαλλαγών.

 

 

3. Μέτρια Νοητική υστέρηση

Η Μέτρια νοητική αναπηρία τίθεται στα όρια μεταξύ των 30 και των 50 πόντων από τον Δείκτη Νοημοσύνη. Στην κατηγορία αυτή, ανήκει περίπου το 10% των νοητικά υστερούντων και η ηλικία που φέρεται, να φτάνουν νοητικά είναι τα 6 με 9 έτη. Τα παιδιά με μέτρια υστέρηση παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες, όσον αφορά τις νοητικές λειτουργίες, τις επικοινωνιακές δεξιότητες και την αυτοφροντίδα. Έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα φοίτησης του κανονικού σχολείου έως και την Β’ Δημοτικού, ενώ στην συνέχεια ακολουθούν εκπαίδευση σε ειδικά κέντρα ημέρας ή σε εργαστήρια ειδικά διαμορφωμένα για άτομα με αναπηρία. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε επικοινωνιακό και λειτουργικό επίπεδο, έχουν δυνατότητα για εκπαίδευση σε ένα ειδικά διαμορφωμένο πλαίσιο αυτόνομης ή ημιαυτόνομης διαβίωσης με στόχο την κοινωνική τους ένταξη. Βασική προϋπόθεση στην προσπάθεια αυτή, είναι η συνεχής εποπτεία από πλευράς κοινωνικού ή εργασιακού περίγυρου.

4. Σοβαρή Νοητική υστέρηση

Στο φάσμα της Σοβαρής νοητικής υστέρησης βρίσκεται μόλις το 5% των πασχόντων, με τον Δείκτη Νοημοσύνης να δείχνει γι’ αυτούς το διάστημα των 35 έως 20 πόντων. Η νοητική ηλικία ενός παιδιού με υψηλό ποσοστό αναπηρίας έγκειται στα 3 με 6 έτη, καθιστώντας το υποβοηθούμενο και εξαρτώμενο από την φροντίδα τρίτων. Ένα τέτοιο παιδί, αναπτύσσει σε πρώιμη φάση τους βασικούς τρόπους αυτοεξυπηρέτησης και έναν απλοϊκό τρόπο ομιλίας. Από την άλλη πλευρά, σε επίπεδο μάθησης έχουν την δυνατότητα να ενταχθούν στο ειδικό σχολείο και σε ειδικά εργαστήρια. Εκεί, τους δίνεται η δυνατότητα επαφής με ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σχεδιασμένο με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες τους.

5. Βαριά Νοητική υστέρηση

Το τελευταίο και σοβαρότερο στάδιο της Νοητικής αναπηρίας είναι αυτό που το IQ βρίσκεται κάτω των 20 πόντων. Η νοητική ηλικία του ατόμου δεν ξεπερνά τα 3 έτη και η υγεία του επιβαρύνεται από πληθώρα προβλημάτων. Η βαριάς μορφής υστέρηση συνδυάζεται με σοβαρές βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος και παθήσεις που δυσχεραίνουν την ποιότητα ζωής του. Οι νοσούντες είναι εξαιρετικά περιορισμένοι στην επικοινωνία και την κινητικότητα, όντες πλήρως εξαρτημένοι από τους άλλους. Φαίνονται ανήμποροι, να ικανοποιήσουν οι ίδιοι τις ατομικές του ανάγκες και να προσαρμοστούν, παρουσιάζοντας έως και αδυναμία ελέγχου των σφικτήρων. Στην κατηγορία αυτή βρίσκεται μόνο το 1% των ατόμων με υστέρηση.

 

Πηγή: maxmag.gr